επικεντρώνω

επικεντρώνω
επικεντρώνω, επικέντρωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επικεντρώνω — (Α μόνο το μέσ. ἐπικεντροῡμαι, όομαι) [κεντρώνω] 1. περιορίζω ή συγκεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή σε ένα κύριο σημείο, εστιάζω 2. τεχνολ. προσδιορίζω τον κεντρικό άξονα ενός κυλινδρικού σώματος, π.χ. ενός σωλήνα πυροβόλου, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • επικεντρώνω — επικέντρωσα, επικεντρώθηκα, επικεντρωμένος 1. προσδιορίζω το κέντρο. 2. προσηλώνω το ενδιαφέρον στην ουσία κάποιου ζητήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επικέντρωση — η (Α ἐπικέντρωσις) [επικεντρώνω] νεοελλ. 1. η συγκέντρωση, η εστίαση τού ενδιαφέροντος σε ένα κύριο σημείο 2. τεχνολ. ο προσδιορισμός τού κεντρικού άξονα ενός κυλινδρικού σώματος αρχ. η θέση ενός αστέρα σε ένα από τα κύρια σημεία τού ορίζοντα …   Dictionary of Greek

  • εστιάζω — (Μ ἑστιάζω) [εστία] νεοελλ. 1. συγκεντρώνω κάτι σε ένα σημείο, εντοπίζω, επικεντρώνω 2. φυσ. με κατάλληλα όργανα αναγκάζω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων να συγκλίνει σ ένα σημείο τού χώρου («εστιάζω ηλεκτρονική δέσμη») μσν. τρώγω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”